- ρομπινές
- ο, Νβλ. ρουμπινές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουμπινές — και ρομπινές, ο, Ν η στρόφιγγα, η κάνουλα βρύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. robinet < μσν. robin «πρόβατο», λόγω τού ότι οι πρώτες κάνουλες είχαν συχνά τη μορφή κεφαλής προβάτου] … Dictionary of Greek